- παιδολό(γ)ι
- το детвора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παιδολό(γ)ι — το γιού, πλήθος παιδιών, αλλ. παιδομάνι και παιδοθέμι, το: Τούτο το παιδολό(γ)ι της γειτονιάς μαζεύεται τ απομεσήμερο στην πλατεία και χαλάει τον κόσμο με τις φωνές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)